- κρυμώσσω
- κρῡμ-ώσσω,A to be stiff with cold, Theognost.Can.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρυμώσσω — (Μ) αισθάνομαι ρίγος, κρυώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. ώσσω (πρβλ. αγρ ώσσω, ακρ ώσσω)] … Dictionary of Greek
κρυμώσσει — κρυμώσσω to be stiff with cold pres ind mp 2nd sg κρυμώσσω to be stiff with cold pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυμός — κρυμός, ὁ (Α) 1. υπερβολικό κρύο, παγωνιά, παγετός («καταλαβεῑν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν», Ηρόδ.) 2. ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο («κρυμὸν φέρων γνάθοισιν ἐξ ἀμφημέρου», Σοφ.) 3. φρ. «κρυμὸς χολῶς» ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ.… … Dictionary of Greek